-
1 αυλιζομαι
размещаться на дворе, находиться под открытым небом(βόες αὐλιζόμεναι Hom.; ὄϊες κατ΄ αὐλὰς ηὐλίζοντο Theocr.; περὴ τέν λίμνην αὐλίζεται θηρία πτερωτά Her.; αὐ. καὴ διανυκτερεύειν Plut.)
τέν νύκτα ηὐλίσσντο Thuc. — они провели ночь на открытом воздухе